Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τισιγίτης — utensil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τισιγίτης — ὁ, Α δοχείο, αγγείο, σκεύος («τισιγίτης ἀργυροῡς εἰς», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης … Dictionary of Greek